Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlattànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [latˈtante] 1 γαλαθηνός 2 βυζασταρούδι 3 βυζανιάρικο lattànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [latˈtante] 1 μυζητικός 2 που βυζαίνει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |