Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lattàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [latˈtato]

άλας ή εστέρας γαλακτικού οξέως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lattasi lattazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lattaia (θηλ.ουσ)
lattaio (ουσ αρσ )
lattante (ουσ αρσ και θηλ.)
lattante (επίθ.)
lattasi (θηλ.ουσ)
lattato (ουσ αρσ )
lattazione (θηλ.ουσ)
latte (ουσ αρσ )
lattemiele (αρσ. επίθ και ουσ)
latteo (επίθ.)
latteria (θηλ.ουσ)
lattescente (επίθ.)
lattescenza (θηλ.ουσ)
latticello (ουσ αρσ )
latticinio (ουσ αρσ )
lattico (επίθ.)
lattiera (θηλ.ουσ)
lattiero (επίθ.)
lattifero (επίθ.)
lattiginoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---