Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


làtteo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlatteo]

1 γαλατερός
2 άσπρος σαν γάλα
3 γαλακτώδης
4 γαλακτερός
5 γαλακτούχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lattemiele latteria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lattasi (θηλ.ουσ)
lattato (ουσ αρσ )
lattazione (θηλ.ουσ)
latte (ουσ αρσ )
lattemiele (αρσ. επίθ και ουσ)
latteo (επίθ.)
latteria (θηλ.ουσ)
lattescente (επίθ.)
lattescenza (θηλ.ουσ)
latticello (ουσ αρσ )
latticinio (ουσ αρσ )
lattico (επίθ.)
lattiera (θηλ.ουσ)
lattiero (επίθ.)
lattifero (επίθ.)
lattiginoso (επίθ.)
lattime (ουσ αρσ )
lattina (θηλ.ουσ)
lattivendolo (ουσ αρσ )
lattobacillo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---