Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


latitànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [latiˈtante]

1 φυγάδας
2 φυγόδικος

latitànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [latiˈtante]

1 ελεύθερος (χωρίς να τον πιάσουν)
2 φυγοδικών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  latino latitanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

latinizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
latinizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
latinizzazione (θηλ.ουσ)
latino (ουσ αρσ )
latino (επίθ.)
latitante (ουσ αρσ και θηλ.)
latitante (επίθ.)
latitanza (θηλ.ουσ)
latitare (ρ.αμτβ.)
latitudinale (επίθ.)
latitudine (θηλ.ουσ)
lato (ουσ αρσ )
lato (επίθ.)
latomia (θηλ.ουσ)
latore (αρσ. επίθ και ουσ)
latrare (ρ.αμτβ.)
latrato (ουσ αρσ )
latria (θηλ.ουσ)
latrina (θηλ.ουσ)
latta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---