Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlatomìa, latòmia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [latoˈmia], [laˈtɔmja] 1 πετροκοπιό 2 λατόμι 3 λατομία 4 νταμάρι 5 λατομείο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |