Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


làto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlato]

1 η πλευρά, το πλάι
2 (aspetto) η όψη

làto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlato]

1 πλατύς
2 φαρδύς
3 ευρύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  latitudine latomia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

latitante (επίθ.)
latitanza (θηλ.ουσ)
latitare (ρ.αμτβ.)
latitudinale (επίθ.)
latitudine (θηλ.ουσ)
lato (ουσ αρσ )
lato (επίθ.)
latomia (θηλ.ουσ)
latore (αρσ. επίθ και ουσ)
latrare (ρ.αμτβ.)
latrato (ουσ αρσ )
latria (θηλ.ουσ)
latrina (θηλ.ουσ)
latta (θηλ.ουσ)
lattaia (θηλ.ουσ)
lattaio (ουσ αρσ )
lattante (ουσ αρσ και θηλ.)
lattante (επίθ.)
lattasi (θηλ.ουσ)
lattato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---