Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lateralménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [lateralˈmente]

1 πλευρικά
2 πλαγιαστά
3 από τη μια πλευρά
4 λοξά
5 με το πλάι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laterale lateranense  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

latebra (θηλ.ουσ)
latente (επίθ.)
latenza (θηλ.ουσ)
laterale (ουσ αρσ )
laterale (επίθ.)
lateralmente (επίρ.)
lateranense (επίθ.)
Laterano (κύρ.όν. αρσ.)
laterite (θηλ.ουσ)
laterizio (ουσ αρσ )
laterizio (επίθ.)
latice (ουσ αρσ )
laticlavio (ουσ αρσ )
latifoglia (θηλ.ουσ)
latifoglio (επίθ.)
latifondista (ουσ αρσ και θηλ.)
latifondo (ουσ αρσ )
latineggiante (επίθ.)
latineggiare (ρ.αμτβ.)
latinismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---