Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


làser  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlazer]

το λέιζερ

làser  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlazer]

λέιζερ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lasco laserfoto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
lascivia (θηλ.ουσ)
lascivo (επίθ.)
lasco (ουσ αρσ )
lasco (επίθ.)
laser (ουσ αρσ )
laser (επίθ.)
laserfoto (θηλ.ουσ)
lassativo (ουσ αρσ )
lassativo (επίθ.)
lassismo (ουσ αρσ )
lassista (ουσ αρσ και θηλ.)
lassista (επίθ.)
lasso (ουσ αρσ )
lasso (επίθ.)
lassù (επίρ.)
lastra (θηλ.ουσ)
lastricare (ρ. μτβ.)
lastricato (ουσ αρσ )
lastricato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---