Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lasàgna  
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [laˈzaɲɲa]

τα λαζάνια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  larvato lasca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laringotomia (θηλ.ουσ)
laringotracheite (θηλ.ουσ)
larva (θηλ.ουσ)
larvale (επίθ.)
larvato (επίθ.)
lasagna (θηλ. ουσ πληθ.)
lasca (θηλ.ουσ)
lascare (ρ. μτβ.)
lasciapassare (ουσ αρσ )
lasciare (ρ. μτβ.)
lasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
lascivia (θηλ.ουσ)
lascivo (επίθ.)
lasco (ουσ αρσ )
lasco (επίθ.)
laser (ουσ αρσ )
laser (επίθ.)
laserfoto (θηλ.ουσ)
lassativo (ουσ αρσ )
lassativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---