Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlarvàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [larˈvato] 1 καλυμμένος 2 κρυμμένος 3 συγκαλυμμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |