Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


laringoscòpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [laringosˈkɔpjo]

Λαρυγγοσκόπιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laringoscopia laringotomia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laringite (θηλ.ουσ)
laringoiatra (ουσ αρσ και θηλ.)
laringoiatria (θηλ.ουσ)
laringologia (θηλ.ουσ)
laringoscopia (θηλ.ουσ)
laringoscopio (ουσ αρσ )
laringotomia (θηλ.ουσ)
laringotracheite (θηλ.ουσ)
larva (θηλ.ουσ)
larvale (επίθ.)
larvato (επίθ.)
lasagna (θηλ. ουσ πληθ.)
lasca (θηλ.ουσ)
lascare (ρ. μτβ.)
lasciapassare (ουσ αρσ )
lasciare (ρ. μτβ.)
lasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
lascivia (θηλ.ουσ)
lascivo (επίθ.)
lasco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---