ItalianoGreco


làrgo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlargo]

1 ο πλάτος
2 (alto mare) η άνοιχτη θάλασσα, τα ανοιχτά της θάλασσας, το πέλαγο

làrgo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlargo]

φαρδύς (-ιά, -ύ), πλατύς (-ιά, -ύ)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ναυτιλία al largo = marina στ' ανοιχτά || stare alla larga = κρατιέμαι μακρυά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---