Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlàppola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈlappola] 1 αγκαθωτό φρούτο 2 τριβόλι 3 φυτό με αγκαθερά φρούτα 4 κολλιτσίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |