Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lamétta (θηλ.ουσ) lampioncìno (ουσ αρσ )
làmia (θηλ.ουσ) lampióne (ουσ αρσ )
lamièra (θηλ.ουσ) lampìsta (ουσ αρσ )
lamierìno (ουσ αρσ ) lampisterìa (θηλ.ουσ)
lamierìsta (ουσ αρσ και θηλ.) làmpo (ουσ αρσ )
làmina (θηλ.ουσ) làmpo (θηλ.ουσ)
laminàre (επίθ.) lampóne (αρσ. επίθ και ουσ)
laminàre (ρ. μτβ.) lamprèda (θηλ.ουσ)
laminària (θηλ.ουσ) làna (θηλ.ουσ)
laminàto (ουσ αρσ ) lanaiòlo (ουσ αρσ )
laminàto (επίθ.) lanàrio (ουσ αρσ )
laminatóio (ουσ αρσ ) lànca (θηλ.ουσ)
laminatóre (ουσ αρσ ) lanceolàto (επίθ.)
laminatùra (θηλ.ουσ) lancétta (θηλ.ουσ)
laminazióne (θηλ.ουσ) lància (θηλ.ουσ)
làmpada (θηλ.ουσ) lanciàbile (επίθ.)
lampadàrio (ουσ αρσ ) lanciabómbe (ουσ αρσ )
lampadìna (θηλ.ουσ) lanciafiàmme (ουσ αρσ )
lampànte (επίθ.) lanciagranàte (ουσ αρσ )
lampàra (θηλ.ουσ) lanciamìssili (ουσ αρσ )
lampeggiaménto (ουσ αρσ ) lanciaràzzi (ουσ αρσ και θηλ.)
lampeggiàre (ρ.αμτβ.) lanciàre (ρ. μτβ.)
lampeggiatóre (ουσ αρσ ) lanciàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
lampéggio (ουσ αρσ ) lanciasilùri (ουσ αρσ )
lampionàio (ουσ αρσ ) lanciàto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: