Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lampióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lamˈpjone]

το φανάρι, το λαμπιόνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lampioncino lampista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lampeggiare (ρ.αμτβ.)
lampeggiatore (ουσ αρσ )
lampeggio (ουσ αρσ )
lampionaio (ουσ αρσ )
lampioncino (ουσ αρσ )
lampione (ουσ αρσ )
lampista (ουσ αρσ )
lampisteria (θηλ.ουσ)
lampo (ουσ αρσ )
lampo (θηλ.ουσ)
lampone (αρσ. επίθ και ουσ)
lampreda (θηλ.ουσ)
lana (θηλ.ουσ)
lanaiolo (ουσ αρσ )
lanario (ουσ αρσ )
lanca (θηλ.ουσ)
lanceolato (επίθ.)
lancetta (θηλ.ουσ)
lancia (θηλ.ουσ)
lanciabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---