Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlàna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈlana] το μαλλί permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdi lana = μάλλινος [-η, -ο] || maglia [θηλ.] di lana = το μάλλινο, η φανέλα, η μαλλινή μπλούζα || pura lana [θηλ.] vergine = το αγνό παρθένο μαλλί Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |