Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlàmpo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlampo] (fulmine) η αστραπή làmpo ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈlampo] (cerniera) το φερμουάρ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcerniera [θηλ.] lampo = το φερμουάρ || chiusura [θηλ.] lampo = το φερμουάρ || tuoni [αρσ. πλυθ.] e lampi [αρσ. πλυθ.] = αστραπές και βροντές Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |