Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lanaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lanaˈjɔlo]

έμπορος μαλλιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lana lanario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lampo (ουσ αρσ )
lampo (θηλ.ουσ)
lampone (αρσ. επίθ και ουσ)
lampreda (θηλ.ουσ)
lana (θηλ.ουσ)
lanaiolo (ουσ αρσ )
lanario (ουσ αρσ )
lanca (θηλ.ουσ)
lanceolato (επίθ.)
lancetta (θηλ.ουσ)
lancia (θηλ.ουσ)
lanciabile (επίθ.)
lanciabombe (ουσ αρσ )
lanciafiamme (ουσ αρσ )
lanciagranate (ουσ αρσ )
lanciamissili (ουσ αρσ )
lanciarazzi (ουσ αρσ και θηλ.)
lanciare (ρ. μτβ.)
lanciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
lanciasiluri (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---