Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lanciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [lanˈʧare]

1 (oggetto, sasso) πετώ
2 (bomba) ρίχνω
3 (missile) εκτοξεύω
4 (grido) βάζω τις φωνές
5 (moda) λαντσάρω

lanciàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [lanˈʧarsi]

1 εκσφενδονίζομαι
2 εκτινάσσομαι
3 εξακοντίζομαι
4 χιμώ
5 εκτοξεύομαι
6 ορμώ
7 ρίχνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lanciarazzi lanciasiluri  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


lanciare un'imprecazione = ξεστομίζω κατάρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lanciabombe (ουσ αρσ )
lanciafiamme (ουσ αρσ )
lanciagranate (ουσ αρσ )
lanciamissili (ουσ αρσ )
lanciarazzi (ουσ αρσ και θηλ.)
lanciare (ρ. μτβ.)
lanciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
lanciasiluri (ουσ αρσ )
lanciato (επίθ.)
lanciatore (ουσ αρσ )
lanciere (ουσ αρσ )
lancinante (επίθ.)
lancio (ουσ αρσ )
landa (θηλ.ουσ)
landò (ουσ αρσ )
laneria (θηλ.ουσ)
lanetta (θηλ.ουσ)
languente (επίθ.)
languidamente (επίρ.)
languidezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---