Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlanguidézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [langwiˈdettsa] 1 λιγούρα 2 ξελίγωμα 3 μαράζωμα 4 αποχαύνωση 5 ατονία 6 αδυναμία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |