Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lantànio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lanˈtanjo]

λανθάνιο (στοιχείο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lantanide lanterna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lanolina (θηλ.ουσ)
lanosità (θηλ.ουσ)
lanoso (επίθ.)
lantana (θηλ.ουσ)
lantanide (αρσ. επίθ και ουσ)
lantanio (ουσ αρσ )
lanterna (θηλ.ουσ)
lanugine (θηλ.ουσ)
lanuginoso (επίθ.)
lanuto (αρσ. επίθ και ουσ)
Laocoonte (κύρ.όν. αρσ.)
laonde (σύνδ.)
laotiano (αρσ. επίθ και ουσ)
lapalissiano (επίθ.)
laparoscopia (θηλ.ουσ)
laparotomia (θηλ.ουσ)
lapicida (ουσ αρσ )
lapidare (ρ. μτβ.)
lapidaria (θηλ.ουσ)
lapidario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---