Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlaotiàno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [laoˈtjano] κάτοικος του Λάος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |