Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lapidària  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lapiˈdarja]

επιγραφική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lapidare lapidario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lapalissiano (επίθ.)
laparoscopia (θηλ.ουσ)
laparotomia (θηλ.ουσ)
lapicida (ουσ αρσ )
lapidare (ρ. μτβ.)
lapidaria (θηλ.ουσ)
lapidario (ουσ αρσ )
lapidario (επίθ.)
lapidatore (ουσ αρσ )
lapidatrice (θηλ.ουσ)
lapidatura (θηλ.ουσ)
lapidazione (θηλ.ουσ)
lapide (θηλ.ουσ)
lapidello (ουσ αρσ )
lapideo (αρσ. επίθ και ουσ)
lapillo (ουσ αρσ )
lapin (ουσ αρσ )
lapis (ουσ αρσ )
lapislazzuli (ουσ αρσ )
lappa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---