Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lapìdeo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [laˈpideo]

1 λίθινος
2 πέτρινος
3 πετρώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lapidello lapillo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lapidatrice (θηλ.ουσ)
lapidatura (θηλ.ουσ)
lapidazione (θηλ.ουσ)
lapide (θηλ.ουσ)
lapidello (ουσ αρσ )
lapideo (αρσ. επίθ και ουσ)
lapillo (ουσ αρσ )
lapin (ουσ αρσ )
lapis (ουσ αρσ )
lapislazzuli (ουσ αρσ )
lappa (θηλ.ουσ)
lappare (ρ. μτβ.)
lappola (θηλ.ουσ)
lappone (ουσ αρσ και θηλ.)
lappone (επίθ.)
Lapponia (κύρ.όν. θηλ.)
lapsus (ουσ αρσ )
lardaceo (επίθ.)
lardellare (ρ. μτβ.)
lardello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---