Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlapidèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lapiˈdɛllo] 1 ακονόπετρα 2 ακόνι 3 εργαλείο μεγαλώματος τρύπας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |