Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lapicìda  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lapiˈʧida]

1 λιθοκόπος
2 λιθοξόος
3 μηχανή λιθοκοπίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laparotomia lapidare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laonde (σύνδ.)
laotiano (αρσ. επίθ και ουσ)
lapalissiano (επίθ.)
laparoscopia (θηλ.ουσ)
laparotomia (θηλ.ουσ)
lapicida (ουσ αρσ )
lapidare (ρ. μτβ.)
lapidaria (θηλ.ουσ)
lapidario (ουσ αρσ )
lapidario (επίθ.)
lapidatore (ουσ αρσ )
lapidatrice (θηλ.ουσ)
lapidatura (θηλ.ουσ)
lapidazione (θηλ.ουσ)
lapide (θηλ.ουσ)
lapidello (ουσ αρσ )
lapideo (αρσ. επίθ και ουσ)
lapillo (ουσ αρσ )
lapin (ουσ αρσ )
lapis (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---