lànguido
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈlangwido]
1 μαραζωμένος
2 χαύνος
3 ομιχλώδης
4 ξελιγωμένος
5 αμυδρός
6 έτοιμος να λιποθυμήσει
7 άτονος
8 αποχαυνωμένος
9 νωθρός
10 ταλαντευόμενος
11 ράθυμος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈlangwido]
1 μαραζωμένος
2 χαύνος
3 ομιχλώδης
4 ξελιγωμένος
5 αμυδρός
6 έτοιμος να λιποθυμήσει
7 άτονος
8 αποχαυνωμένος
9 νωθρός
10 ταλαντευόμενος
11 ράθυμος
permalink
languido (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android