Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlanciatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lanʧaˈtore] 1 παίκτης που πετά την μπάλα σε κρίκετ 2 ρίπτης μπάλας σε baseball 3 ρίπτης permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαlanciatore [αρσ.] del disco = ο δισκόβολος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |