Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


làncio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlanʧo]

η ρίψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lancinante landa  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


lancio [αρσ.] del disco = η δισκοβολία || lancio [αρσ.] del giavellotto = ο ακοντισμός || lancio [αρσ.] del peso = η σφαιροβολία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lanciasiluri (ουσ αρσ )
lanciato (επίθ.)
lanciatore (ουσ αρσ )
lanciere (ουσ αρσ )
lancinante (επίθ.)
lancio (ουσ αρσ )
landa (θηλ.ουσ)
landò (ουσ αρσ )
laneria (θηλ.ουσ)
lanetta (θηλ.ουσ)
languente (επίθ.)
languidamente (επίρ.)
languidezza (θηλ.ουσ)
languido (επίθ.)
languire (ρ.αμτβ.)
languore (ουσ αρσ )
laniccio (ουσ αρσ )
laniere (ουσ αρσ )
laniero (αρσ. επίθ και ουσ)
lanificio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---