Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlanciabómbe
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,lanʧaˈbombe] 1 βομβοβόλο 2 βάση ρίψης βομβών 3 σύστημα ρίψης βομβών βυθού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |