Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lanciabómbe  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,lanʧaˈbombe]

1 βομβοβόλο
2 βάση ρίψης βομβών
3 σύστημα ρίψης βομβών βυθού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lanciabile lanciafiamme  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lanca (θηλ.ουσ)
lanceolato (επίθ.)
lancetta (θηλ.ουσ)
lancia (θηλ.ουσ)
lanciabile (επίθ.)
lanciabombe (ουσ αρσ )
lanciafiamme (ουσ αρσ )
lanciagranate (ουσ αρσ )
lanciamissili (ουσ αρσ )
lanciarazzi (ουσ αρσ και θηλ.)
lanciare (ρ. μτβ.)
lanciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
lanciasiluri (ουσ αρσ )
lanciato (επίθ.)
lanciatore (ουσ αρσ )
lanciere (ουσ αρσ )
lancinante (επίθ.)
lancio (ουσ αρσ )
landa (θηλ.ουσ)
landò (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---