Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlampéggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lamˈpedʤo] 1 λάμψη 2 μαρμαρυγή 3 λαμπύρισμα 4 αστραποβόλημα 5 αντιλάμπισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |