Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


laminatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [laminaˈtura]

1 μετατροπή μετάλλου σε έλασμα
2 έλαση
3 ελασματοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laminatore laminazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laminaria (θηλ.ουσ)
laminato (ουσ αρσ )
laminato (επίθ.)
laminatoio (ουσ αρσ )
laminatore (ουσ αρσ )
laminatura (θηλ.ουσ)
laminazione (θηλ.ουσ)
lampada (θηλ.ουσ)
lampadario (ουσ αρσ )
lampadina (θηλ.ουσ)
lampante (επίθ.)
lampara (θηλ.ουσ)
lampeggiamento (ουσ αρσ )
lampeggiare (ρ.αμτβ.)
lampeggiatore (ουσ αρσ )
lampeggio (ουσ αρσ )
lampionaio (ουσ αρσ )
lampioncino (ουσ αρσ )
lampione (ουσ αρσ )
lampista (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---