Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlaminatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [laminaˈtore] 1 ελασματουργός 2 κυλινδρόμυλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |