Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlaminàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lamiˈnato] 1 τμήμα μετάλλου που έχει γίνει έλασμα 2 λαμέ (ύφασμα) laminàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [lamiˈnato] που έχει ελασματοποιηθεί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |