Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lamétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [laˈmetta]

(da barba) το ξυραφάκι, η λεπίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lamentosamente lamia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lamentela (θηλ.ουσ)
lamentevole (επίθ.)
lamentio (ουσ αρσ )
lamento (ουσ αρσ )
lamentosamente (επίρ.)
lametta (θηλ.ουσ)
lamia (θηλ.ουσ)
lamiera (θηλ.ουσ)
lamierino (ουσ αρσ )
lamierista (ουσ αρσ και θηλ.)
lamina (θηλ.ουσ)
laminare (επίθ.)
laminare (ρ. μτβ.)
laminaria (θηλ.ουσ)
laminato (ουσ αρσ )
laminato (επίθ.)
laminatoio (ουσ αρσ )
laminatore (ουσ αρσ )
laminatura (θηλ.ουσ)
laminazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---