Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lamentìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lamenˈtio]

1 γόος
2 ολολυγμός
3 ολοφυρμός
4 κοπετός
5 θρηνολόγημα
6 θρήνος
7 οδυρμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lamentevole lamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lamentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
lamentarsi (ρ.μ. (αντων.))
lamentazione (θηλ.ουσ)
lamentela (θηλ.ουσ)
lamentevole (επίθ.)
lamentio (ουσ αρσ )
lamento (ουσ αρσ )
lamentosamente (επίρ.)
lametta (θηλ.ουσ)
lamia (θηλ.ουσ)
lamiera (θηλ.ουσ)
lamierino (ουσ αρσ )
lamierista (ουσ αρσ και θηλ.)
lamina (θηλ.ουσ)
laminare (επίθ.)
laminare (ρ. μτβ.)
laminaria (θηλ.ουσ)
laminato (ουσ αρσ )
laminato (επίθ.)
laminatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---