lamentévole
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [lamenˈtevole]
1 λυπητερός
2 θρηνητικός
3 παραπονιάρικος
4 μελαγχολικός
5 αξιολύπητος
6 αξιοθρήνητος
7 παραπονούμενος
8 δυστυχής
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [lamenˈtevole]
1 λυπητερός
2 θρηνητικός
3 παραπονιάρικος
4 μελαγχολικός
5 αξιολύπητος
6 αξιοθρήνητος
7 παραπονούμενος
8 δυστυχής
permalink
lamentevole (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android