Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lamentazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lamentatˈtsjone]

(al plurale: ((lamentazioni))) οδυρμοί, μοιρολόγια, θρήνοι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lamentarsi lamentela  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lamella (θηλ.ουσ)
lamellare (επίθ.)
lamellibranchi (ουσ αρσ πληθ.)
lamentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
lamentarsi (ρ.μ. (αντων.))
lamentazione (θηλ.ουσ)
lamentela (θηλ.ουσ)
lamentevole (επίθ.)
lamentio (ουσ αρσ )
lamento (ουσ αρσ )
lamentosamente (επίρ.)
lametta (θηλ.ουσ)
lamia (θηλ.ουσ)
lamiera (θηλ.ουσ)
lamierino (ουσ αρσ )
lamierista (ουσ αρσ και θηλ.)
lamina (θηλ.ουσ)
laminare (επίθ.)
laminare (ρ. μτβ.)
laminaria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---