Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlamèlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [laˈmɛlla] 1 πετάλιο 2 έλασμα 3 παχιά μεμβράνη ή τμήμα 4 φολίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |