Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lamèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [laˈmɛlla]

1 πετάλιο
2 έλασμα
3 παχιά μεμβράνη ή τμήμα
4 φολίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lambrusco lamellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lambicco (ουσ αρσ )
lambire (ρ. μτβ.)
lambrecchini (ουσ αρσ πληθ.)
lambrusca (θηλ.ουσ)
lambrusco (ουσ αρσ )
lamella (θηλ.ουσ)
lamellare (επίθ.)
lamellibranchi (ουσ αρσ πληθ.)
lamentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
lamentarsi (ρ.μ. (αντων.))
lamentazione (θηλ.ουσ)
lamentela (θηλ.ουσ)
lamentevole (επίθ.)
lamentio (ουσ αρσ )
lamento (ουσ αρσ )
lamentosamente (επίρ.)
lametta (θηλ.ουσ)
lamia (θηλ.ουσ)
lamiera (θηλ.ουσ)
lamierino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---