Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlambìcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lamˈbikko] 1 συσκευή απόσταξης 2 αποστακτήρας 3 λαμπίκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |