Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlambiccaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lambikkaˈmento] 1 διήθηση 2 σπάσιμο του κεφαλιού για να βγάλει ιδέα 3 λαμπικάρισμα 4 φιλτράρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |