Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlàmbda
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈlambda] 1 γράμμα λάμδα ελληνικό 2 λάμδα (11ο γράμμα ελληνικού αλφαβήτου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |