Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lamaìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lamaˈizmo]

θρησκεία των βουδιστών μοναχών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lama lamantino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lallazione (θηλ.ουσ)
lalofobia (θηλ.ουσ)
lalopatia (θηλ.ουσ)
lama (ουσ αρσ )
lama (θηλ.ουσ)
lamaismo (ουσ αρσ )
lamantino (ουσ αρσ )
lambda (ουσ αρσ και θηλ.)
lambdacismo (ουσ αρσ )
lambello (ουσ αρσ )
lambiccamento (ουσ αρσ )
lambiccare (ρ. μτβ.)
lambiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
lambiccato (αρσ. επίθ και ουσ)
lambicco (ουσ αρσ )
lambire (ρ. μτβ.)
lambrecchini (ουσ αρσ πληθ.)
lambrusca (θηλ.ουσ)
lambrusco (ουσ αρσ )
lamella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---