Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

forestierùme (ουσ αρσ ) formàle (επίθ.)
forfait (ουσ αρσ ) formalìna (θηλ.ουσ)
forfécchia (θηλ.ουσ) formalìsmo (ουσ αρσ )
forfetàrio (επίθ.) formalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
forfetizzàre (ρ. μτβ.) formalìstico (επίθ.)
forfettàrio (επίθ.) formalità (θηλ.ουσ)
fórfora (θηλ.ουσ) formalizzàre (ρ. μτβ.)
forforóso (επίθ.) formalizzàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
fòrgia (θηλ.ουσ) formalizzazióne (θηλ.ουσ)
forgiàbile (επίθ.) formàre (ρ. μτβ.)
forgiabilità (θηλ.ουσ) formarsi (ρ.μ. (αντων.))
forgiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) formatìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
forgiatóre (ουσ αρσ ) formàto (ουσ αρσ )
forgiatrìce (θηλ.ουσ) formàto (επίθ.)
forgiatùra (θηλ.ουσ) formatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
forièro (ουσ αρσ ) formatrìce (θηλ.ουσ)
forièro (επίθ.) formatùra (θηλ.ουσ)
fórma (θηλ.ουσ) formazióne (θηλ.ουσ)
formàbile (επίθ.) formèlla (θηλ.ουσ)
formaggétta (θηλ.ουσ) fòrmica (θηλ.ουσ)
formaggiàio (ουσ αρσ ) formicàio (ουσ αρσ )
formaggièra (θηλ.ουσ) formicaleóne (ουσ αρσ )
formaggìno (ουσ αρσ ) formichière (ουσ αρσ )
formàggio (ουσ αρσ ) fòrmico (επίθ.)
formaldèide (θηλ.ουσ) formicolàre (ρ.αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: