Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

èden (ουσ αρσ ) editoriàle (ουσ αρσ )
edènico (επίθ.) editoriàle (επίθ.)
édera, èdera (θηλ.ουσ) editorialìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
edìcola (θηλ.ουσ) edittàle (επίθ.)
edicolànte (ουσ αρσ και θηλ.) edìtto (ουσ αρσ )
edicolìsta (ουσ αρσ και θηλ.) edizióne (θηλ.ουσ)
edificàbile (επίθ.) edochiàno (αρσ. επίθ και ουσ)
edificànte (επίθ.) edonìsmo (ουσ αρσ )
edificàre (ρ. μτβ.) edonìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
edificarsi (ρ.μ. (αντων.)) edonìstico (επίθ.)
edificatóre (ουσ αρσ ) edòtto (επίθ.)
edificatóre (επίθ.) edredóne (ουσ αρσ )
edificatòrio (επίθ.) educàbile (επίθ.)
edificazióne (θηλ.ουσ) educànda (θηλ.ουσ)
edifìcio (ουσ αρσ ) educandàto (ουσ αρσ )
edìle, èdile (ουσ αρσ ) educàre (ρ. μτβ.)
edìle, èdile (επίθ.) educataménte (επίρ.)
edilìzia (θηλ.ουσ) educatìvo (επίθ.)
edilìzio (επίθ.) educàto (επίθ.)
Edimbùrgo (κύρ.όν. αρσ.) educatóre (ουσ αρσ )
edìpico (επίθ.) educazióne (θηλ.ουσ)
edìpo (ουσ αρσ ) edulcorànte (ουσ αρσ )
èdito (επίθ.) edulcorànte (επίθ.)
editóre (ουσ αρσ ) edulcoràre (ρ. μτβ.)
editorìa (θηλ.ουσ) edùle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: