Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


edificànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [edifiˈkante]

1 ψυχωφελής
2 ηθοπλαστικός
3 διαπαιδαγωγικός
4 διαπλαστικός
5 ενημερωτικός
6 εποικοδομητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  edificabile edificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

edera (θηλ.ουσ)
edicola (θηλ.ουσ)
edicolante (ουσ αρσ και θηλ.)
edicolista (ουσ αρσ και θηλ.)
edificabile (επίθ.)
edificante (επίθ.)
edificare (ρ. μτβ.)
edificarsi (ρ.μ. (αντων.))
edificatore (ουσ αρσ )
edificatore (επίθ.)
edificatorio (επίθ.)
edificazione (θηλ.ουσ)
edificio (ουσ αρσ )
edile (ουσ αρσ )
edile (επίθ.)
edilizia (θηλ.ουσ)
edilizio (επίθ.)
Edimburgo (κύρ.όν. αρσ.)
edipico (επίθ.)
edipo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---