Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


edificatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [edifikaˈtore]

1 οικοδόμος
2 ιδρυτής

edificatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [edifikaˈtore]

1 οικοδομικός
2 οικοδομών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  edificarsi edificatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

edicolista (ουσ αρσ και θηλ.)
edificabile (επίθ.)
edificante (επίθ.)
edificare (ρ. μτβ.)
edificarsi (ρ.μ. (αντων.))
edificatore (ουσ αρσ )
edificatore (επίθ.)
edificatorio (επίθ.)
edificazione (θηλ.ουσ)
edificio (ουσ αρσ )
edile (ουσ αρσ )
edile (επίθ.)
edilizia (θηλ.ουσ)
edilizio (επίθ.)
Edimburgo (κύρ.όν. αρσ.)
edipico (επίθ.)
edipo (ουσ αρσ )
edito (επίθ.)
editore (ουσ αρσ )
editoria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---