Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόedificatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [edifikaˈtore] 1 οικοδόμος 2 ιδρυτής edificatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [edifikaˈtore] 1 οικοδομικός 2 οικοδομών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |