Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


edificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [edifiˈkare]

1 ιδρύω
2 εποικοδομώ ηθικά
3 διαπαιδαγωγώ
4 στήνω
5 ανεγείρω
6 οικοδομώ
7 κατασκευάζω
8 ανυψώνω

edificarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [edifiˈkarsi]

διαπαιδαγωγούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  edificante edificatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

edicola (θηλ.ουσ)
edicolante (ουσ αρσ και θηλ.)
edicolista (ουσ αρσ και θηλ.)
edificabile (επίθ.)
edificante (επίθ.)
edificare (ρ. μτβ.)
edificarsi (ρ.μ. (αντων.))
edificatore (ουσ αρσ )
edificatore (επίθ.)
edificatorio (επίθ.)
edificazione (θηλ.ουσ)
edificio (ουσ αρσ )
edile (ουσ αρσ )
edile (επίθ.)
edilizia (θηλ.ουσ)
edilizio (επίθ.)
Edimburgo (κύρ.όν. αρσ.)
edipico (επίθ.)
edipo (ουσ αρσ )
edito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---