ItalianoGreco


edificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [edifiˈkare]

1 ιδρύω
2 εποικοδομώ ηθικά
3 διαπαιδαγωγώ
4 στήνω
5 ανεγείρω
6 οικοδομώ
7 κατασκευάζω
8 ανυψώνω

edificarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [edifiˈkarsi]

διαπαιδαγωγούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---