Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


edicolànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [edikoˈlante]

περιπτεράς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  edicola edicolista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

edematoso (αρσ. επίθ και ουσ)
eden (ουσ αρσ )
edenico (επίθ.)
edera (θηλ.ουσ)
edicola (θηλ.ουσ)
edicolante (ουσ αρσ και θηλ.)
edicolista (ουσ αρσ και θηλ.)
edificabile (επίθ.)
edificante (επίθ.)
edificare (ρ. μτβ.)
edificarsi (ρ.μ. (αντων.))
edificatore (ουσ αρσ )
edificatore (επίθ.)
edificatorio (επίθ.)
edificazione (θηλ.ουσ)
edificio (ουσ αρσ )
edile (ουσ αρσ )
edile (επίθ.)
edilizia (θηλ.ουσ)
edilizio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---