Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


èden  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛden]

1 Εδέμ
2 παράδεισος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  edematoso edenico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

edace (επίθ.)
edelweiss (ουσ αρσ )
edema (ουσ αρσ )
edematico (επίθ.)
edematoso (αρσ. επίθ και ουσ)
eden (ουσ αρσ )
edenico (επίθ.)
edera (θηλ.ουσ)
edicola (θηλ.ουσ)
edicolante (ουσ αρσ και θηλ.)
edicolista (ουσ αρσ και θηλ.)
edificabile (επίθ.)
edificante (επίθ.)
edificare (ρ. μτβ.)
edificarsi (ρ.μ. (αντων.))
edificatore (ουσ αρσ )
edificatore (επίθ.)
edificatorio (επίθ.)
edificazione (θηλ.ουσ)
edificio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---